bn:00034631n
Noun Concept
Categories: Πυροσβεστική
EL
πυροσβέστης  πυροσβεστική  πυροσβέστρια  πυροσβέστη  εθελοντής πυροσβέστης
EL
Άτομο ειδικευμένο για την κατάσβεση πυρκαγιών και τη διάσωση ατόμων από καταστροφές ή θεομηνίες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άτομο ειδικευμένο για την κατάσβεση πυρκαγιών και τη διάσωση ατόμων από καταστροφές ή θεομηνίες Greek Open Multilingual WordNet
Η πυροσβεστική είναι ένας οργανισμός που παρέχει υπηρεσίες πυρόσβεσης. Wikipedia
Διασώστης εκπαιδευμένος για να σβήνει επικίνδυνες πυρκαγιές Wikidata
Αυτός που έχει εκπαιδευτεί για να σβήνει φωτιές. OmegaWiki