bn:00070773n
Noun Concept
Categories: Φύλο, Βιολογικές διαδικασίες
EL
φύλο  βιολογικό φύλο
EL
Το γένος (αρσενικό ή θηλυκό) ανθρώπων ή ζώων, στο οποίο οι οργανισμοί διαιρούνται και κατηγοριοποιούνται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το γένος (αρσενικό ή θηλυκό) ανθρώπων ή ζώων, στο οποίο οι οργανισμοί διαιρούνται και κατηγοριοποιούνται Greek Open Multilingual WordNet
Οργανισμοί όλων των ειδών διακρίνονται σε αρσενικές και θηλυκές ποικιλίες, γνωστές ως βιολογικό φύλο. Wikipedia
μια από τις δύο κύριες κατηγορίες (αρσενικό και θηλυκό) στις οποίες τοποθετούνται οι οργανισμοί ανάλογα με την αναπαραγωγική λειτουργία ή όργανά τους Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias