bn:00042221n
Noun Concept
Categories: Πυροβόλα, Πυροβολικό
EL
πυροβόλο  πυροβόλο όπλο  πυροβόλα όπλα  όπλο
EL
Φονικό όπλο που πετυχαίνει στόχο μέσω σφαίρας που εκτοξεύεται από κάννη με μεγάλη ταχύτητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Φονικό όπλο που πετυχαίνει στόχο μέσω σφαίρας που εκτοξεύεται από κάννη με μεγάλη ταχύτητα Greek Open Multilingual WordNet
Το πυροβόλο είναι ένα φορητό όπλο με κάννη που εκτοξεύει ένα ή περισσότερα βλήματα, συνήθως με την δράση μιας εκρηκτικής δύναμης. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations