bn:00042808n
Noun Concept
Categories: Πυροβόλα
EL
πιστόλι  μπιστόλι  περίστροφο  περίστροφα  πιστόλια
EL
Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, που ο χειρισμός του γίνεται με το ένα χέρι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, που ο χειρισμός του γίνεται με το ένα χέρι Greek Open Multilingual WordNet
Το πιστόλι είναι όπλο χειρός στο οποίο η θαλάμη είναι ενσωματωμένη στην κάννη, σε αντίθεση με το περίστροφο, όπου η θαλάμη βρίσκεται ξεχωριστά από την κάννη, σε έναν περιστρεφόμενο κύλινδρο. Wikipedia