bn:00049011n
Noun Concept
EL
κλειδαρότρυπα
EL
Η τρύπα της κλειδαριάς, στην οποία μπαίνει και εφαρμόζει το κλειδί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η τρύπα της κλειδαριάς, στην οποία μπαίνει και εφαρμόζει το κλειδί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations