bn:00058890n
Noun Concept
EL
ελιά  ξιδάτη ελιά
EL
Καρπός της ευρωπαϊκής ελιάς με ένα κουκούτσι, ο οποίος συνήθως ξιδάτος (πίκλα) χρησιμοποιείται ως ορεκτικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καρπός της ευρωπαϊκής ελιάς με ένα κουκούτσι, ο οποίος συνήθως ξιδάτος (πίκλα) χρησιμοποιείται ως ορεκτικό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet