bn:00031923n
Noun Concept
Categories: Ελαιοειδή, Φυτά εισβολείς, Δέντρα, Μεσογειακή χλωρίδα, Δρύπες
EL
ελαιόδεντρο  ελιά  ελαιόδενδρο  Ελιές  λιόδεντρο
EL
Αειθαλές, καρποφόρο δέντρο με στενά, επιμήκη φύλλα, πράσινα από τη μια επιφάνειά τους και υπόλευκα από την άλλη, που καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς του· ελαιόδεντρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αειθαλές, καρποφόρο δέντρο με στενά, επιμήκη φύλλα, πράσινα από τη μια επιφάνειά τους και υπόλευκα από την άλλη, που καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς του· ελαιόδεντρο Greek Open Multilingual WordNet
Η ελιά ή ελαιόδενδρο ή λιόδεντρο Wikipedia
Αειθαλές δέντρο. Wikipedia Disambiguation
Καρποφόρο δέντρο Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikidata Alias
Wikipedia Translations