bn:00069352n
Noun Concept
EL
κατσαρόλα  κατσαρoλάκι  κατσαρόλι  τηγάνι  μαγειρικά σκεύη και bakeware
EL
Βαθύ τηγάνι με μακρύ χερούλι που χρησιμοποιείται για ψήσιμο ή και βράσιμο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Βαθύ τηγάνι με μακρύ χερούλι που χρησιμοποιείται για ψήσιμο ή και βράσιμο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations