bn:00069369n
Noun Concept
Categories: Βρετανική κουζίνα, Παγκόσμια κουζίνα, Τύποι φαγητού, Αλλαντικά, Κρέας
EL
λουκάνικο  λουκάνικα  καπνιστό λουκάνικο  χοιρινό λουκάνικο
EL
Είδος αλλαντικού, ειδικά παρασκευασμένου με κρέας και καρυκεύματα, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources