bn:00075210n
Noun Concept
Categories: Μαγειρικά έλαια, Φυτικά έλαια
EL
ηλιέλαιο  Ηλιανθέλαιο
EL
Λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του ηλίανθου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του ηλίανθου Greek Open Multilingual WordNet
Το ηλιέλαιο είναι λάδι εδώδιμο που παράγεται από τους σπόρους του φυτού Ηλίανθος και πιο συγκεκριμένα της ποικιλίας Helianthus annuus. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations