bn:00080537n
Noun Concept
Categories: Υμενόπτερα
EL
σφήκα  Η σφήκα  Σφήγκα  σφήκες
EL
Έντομο της τάξης των υμενοπτέρων, με δηλητηριώδες κεντρί και με λεπτό μαυροκίτρινο σώμα, που μοιάζει με τη μέλισσα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Έντομο της τάξης των υμενοπτέρων, με δηλητηριώδες κεντρί και με λεπτό μαυροκίτρινο σώμα, που μοιάζει με τη μέλισσα Greek Open Multilingual WordNet
Η σφήκα είναι έντομο, υμενόπτερο, απόκριτο και κεντροφόρο. Wikipedia
έντομο Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations