bn:00087576v
Verb Concept
EL
προσλαμβάνω  προσλάβει
EL
Αποφασίζω να απασχολήσω ως εργοδότης έναν εργαζόμενο, τον παίρνω σε μια δουλειά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αποφασίζω να απασχολήσω ως εργοδότης έναν εργαζόμενο, τον παίρνω σε μια δουλειά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations