bn:00000849n
Noun Concept
Categories: Καρυκεύματα, Τρόφιμα
EL
ξίδι  ξύδι  ξυνό  βύνη ξίδι  λευκό ξύδι
EL
Υγρό με ξινή ή υπόξινη γεύση και καφετί χρώμα, που παρασκευάζεται με την οξική ζύμωση ποικιλίας αλκοολούχων διαλυμάτων και συνήθως του κρασιού και χρησιμοποιείται για να δίνει γεύση στο φαγητό ή ως συντηρητικό καρπών ή λαχανικών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Υγρό με ξινή ή υπόξινη γεύση και καφετί χρώμα, που παρασκευάζεται με την οξική ζύμωση ποικιλίας αλκοολούχων διαλυμάτων και συνήθως του κρασιού και χρησιμοποιείται για να δίνει γεύση στο φαγητό ή ως συντηρητικό καρπών ή λαχανικών Greek Open Multilingual WordNet
Το ξίδι ή ξύδι είναι όξινο υγρό που προέρχεται από τη ζύμωση της αιθανόλης του κρασιού σε αιθανικό οξύ, μετά από χρόνια, χωρίς την προσθήκη ζάχαρης και με τη βοήθεια κάποιων χρήσιμων βακτηρίων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
Wikipedia Translations