bn:00034040n
Noun Concept
Categories: Μακρά οστά, Οστά του κάτω άκρου
EL
μηριαίο οστό  μηριαίου οστού  μηριαίο
EL
Το μακρύτερο και σκληρότερο οστό του ανθρώπινου σκελετού, εκτείνεται από το οστό της λεκάνης στο οστό του γονάτου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources