bn:00056850n
Noun Concept
Categories: Ψυχοτρόπες ουσίες, Εθισμοί, Οπιοειδή
EL
ναρκωτικό  ναρκωτικά  ναρκωτικών
EL
Τοξική ουσία με φυσική ή χημική προέλευση, που προκαλεί κατάσταση νάρκης και τάση για ύπνο ή και το αντίθετο, διέγερση, αίσθημα ευφορίας και ευεξίας, επιφέροντας ταυτόχρονα εξασθένηση, διαστροφή ή και πλήρη αδράνεια των φυσιολογικών λειτουργιών του κεντρικού νευρικού συστήματος και προκαλώντας στους χρήστες εθισμό, σωματική εξάρτηση και στερητικό σύνδρομο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τοξική ουσία με φυσική ή χημική προέλευση, που προκαλεί κατάσταση νάρκης και τάση για ύπνο ή και το αντίθετο, διέγερση, αίσθημα ευφορίας και ευεξίας, επιφέροντας ταυτόχρονα εξασθένηση, διαστροφή ή και πλήρη αδράνεια των φυσιολογικών λειτουργιών του κεντρικού νευρικού συστήματος και προκαλώντας στους χρήστες εθισμό, σωματική εξάρτηση και στερητικό σύνδρομο Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος ναρκωτικό πιστεύεται ότι προήλθε από τον Γαληνό για να περιγράψει τις δραστικές ουσίες οι οποίες, όταν λαμβάνονται από τον άνθρωπο, μουδιάζουν ή νεκρώνουν το σώμα, προκαλώντας απώλεια αισθήσεων ή παράλυση. Wikipedia
Δραστικές ουσίες που μουδιάζουν ή νεκρώνουν, προκαλώντας απώλεια αισθήσεων ή παράλυση Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations