bn:00009977n
Noun Concept
Categories: Αρένια, C6
EL
βενζόλιο  βενζίνη  βενζένιο  PhH  πετρελαϊκό αιθέρα
EL
Άχρωμο, εύφλεκτο υγρό που παράγεται από το πετρέλαιο και χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άχρωμο, εύφλεκτο υγρό που παράγεται από το πετρέλαιο και χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσης Greek Open Multilingual WordNet
Το βενζόλιο είναι οργανική χημική ένωση, που περιέχει άνθρακα και υδρογόνο, με μοριακό τύπο C6H6, αλλά συμβολίζεται συχνά συντομογραφικά ως PhH ή ΦH. Το μόριό του αποτελείται από έξι άτομα άνθρακα, που το καθένα τους συνδέεται με δύο άλλα άτομα άνθρακα, σχηματίζοντας έναν εξαγωνικό δακτύλιο, ενώ ταυτόχρονα κάθε ένα από τα 6 αυτά άτομα άνθρακα συνδέεται και με ένα άτομο υδρογόνου. Wikipedia
Οργανική καρκινογόνος ένωση με μοριακό τύπο C6H6 Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations