bn:00064947n
Noun Concept
EL
κλάδεμα  κλάδευμα
EL
Το κόψιμο των περιττών κλαδιών από δέντρα ή φυτά, ώστε να βοηθηθεί η ανάπτυξη, η ανθοφορία ή η καρποφορία τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κόψιμο των περιττών κλαδιών από δέντρα ή φυτά, ώστε να βοηθηθεί η ανάπτυξη, η ανθοφορία ή η καρποφορία τους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet