bn:00053470n
Noun Concept
EL
καταστηματάρχης  μαγαζάτορας  αποθηκάριος  βιοτέχνης  φύλακας της αγοράς
EL
Πρόσωπο που διατηρεί ή/και διευθύνει εμπορικό κατάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources